Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Το πνεύμα της εποχής

Πρωινό διήγημα της 14 Δεκεμβρίου 2002

Από τη συλλογή διηγημάτων Εξομολόγηση ενός ιδανικού ανθρώπου, εκδόσεις Πύρρα 2006 

 

Φωτο από εδώ

«Κύριε, Κύριε!»

«Τι συμβαίνει, Φρανσουά;»

«Νομίζω ότι πρέπει να σας πω μια ιστορία…»

«Έχεις δίκιο, Φρανσουά!… Στάσου εδώ, να φωτίζεσαι από το τζάκι, και άρχισε απαλά, να ταιριάζει με αυτό το υπέροχο βαλς, που… αγνοώ την προέλευσή του. Και φρόντισε να έχει συνοχή, πλοκή και ενδιαφέρον –με δυο λόγια, να μου αρέσει– για να αποφύγει το κεφάλι σου να γίνει στολίδι σ’ αυτό το δέντρο που βρίσκεται πίσω σου».

 *****

Εδώ και είκοσι χρόνια ο κ. Aki είχε την εντύπωση ότι διεύθυνε ο ίδιος την Εταιρία του· πολύ περισσότερο όταν κατόρθωσε, πραγματοποιώντας το όνειρο του πεθερού του και προκατόχου του, να αναχαιτίσει τις ορδές των μικρομετόχων, που ορμούσαν κάθε τόσο να αποσπάσουν κομμάτι της αυτοκρατορικής πίτας, και να μείνει μονοκράτορας στο χρυσελεφάντινο θρόνο της Προεδρίας που δέσποζε –μεταφορικά μιλώντας– στην κορυφή του βαβέλιου πύργου-λίκνου της Εταιρίας, της Αγίας Έδρας, ενός ουρανοξύστη από γυαλί και ατσάλι.

Αυτό το βράδυ όμως, παραμονές Χριστουγέννων, επιστρέφοντας στο γραφείο του, απ’ όπου είχε φύγει πριν δέκα λεπτά ξεχνώντας το δώρο που είχε παραγγείλει για την εγγονή του (ένα κομψό υπολογιστή παλάμης με τρισδιάστατη ολογραφική οθόνη, τόσο μικρό που να χωράει στη χούφτα ενός τετράχρονου κοριτσιού, αλλά τόσο δυνατό που να εμφανίζει, πολύχρωμες και σχεδόν ένσαρκες, τις προοπτικές μιας ολόκληρης ζωής μπροστά στα παιδικά μάτια καλλιεργώντας τη φιλοδοξία), επιστρέφοντας, λοιπόν, αντίκρισε μια παράξενη φιγούρα καθισμένη στην πολυθρόνα του να πίνει σαμπάνια και να καπνίζει πούρο.

Ο κ. Aki ήταν εξαιρετικά εκλεκτικός στη σαμπάνια και τα πούρα× όπως και σε κάθε τι άλλο που σχετιζόταν με την τέχνη του ευ ζην, άλλωστε.

Η μορφή αυτή έμοιαζε με έναν γερασμένο άνθρωπο, ξυρισμένο και ντυμένο με πανάκριβο λαδί κοστούμι και γραβάτα σε ταιριαστές αποχρώσεις, με χρυσά μανικετόκουμπα και εξίσου ακριβά παπούτσια, που φαίνονταν καθώς είχε σταυρώσει τα πόδια του με αναίδεια πάνω στο βαρύ μαόνι του γραφείου, απ’ όπου είχαν κυβερνήσει τον κόσμο γενεές προέδρων.

Ο γηραιός άντρας κοκάλωσε στην πόρτα· το πλάσμα –φάνηκε ότι ήταν «πλάσμα» μόλις κατέβασε τα πόδια του κάτω αποκαλύπτοντας τα μούτρα του– τινάχτηκε ξαφνιασμένο αφήνοντας μια σιγανή στριγκλιά. Κάρφωσε δυο μικρά πράσινα μάτια (πράσινα ολόκληρα, χωρίς κόρες) στα μάτια του νόμιμου κατόχου της θέσης κι έδειξε καθαρά πανικόβλητο που πιάστηκε στα πράσα!

Μόνο για μια στιγμή όμως. Κατόπιν ηρέμησε, όρθωσε το λεπτό κορμί του και θρονιάστηκε κανονικά στη βαθιά πολυθρόνα ατενίζοντας αγέρωχα τον άντρα, που το παρατηρούσε με κατάπληξη.

Το δέρμα του είχε κι αυτό ένα αλλόκοτο πράσινο χρώμα και το κεφάλι του, δυσανάλογα μικρό, σα σφαίρα στην απόληξη ενός μακρού λαιμού (θύμιζε γαλοπούλα), στεφανωνόταν με ανοιχτογάλαζα μαλλιά γύρω από μια μεγαλοπρεπή φαλάκρα –που όμως δε γυάλιζε στο φωτισμό που τη χτυπούσε, λες κι ήταν πράγματι αλειμμένη με λάδι· ένα παράξενο, πηχτό λάδι που έδινε το χρώμα του στο δέρμα του εισβολέα.

Ο κ. Aki δεν έσερνε ποτέ μαζί του σωματοφύλακες. Όχι από τσιγκουνιά –χιλιάδες άνθρωποι έτρωγαν ψωμί από την Εταιρία του– αλλά εμπιστευόταν απόλυτα το περίστροφο που αναπαυόταν σε κάποια μυστική τσέπη στα δεξιά του και προτιμούσε, ως εκ τούτου, να δρα και να πράττει χωρίς να τον ελέγχουν με οποιαδήποτε πρόφαση τρίτα μάτια.

Για ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο σκέφτηκε ότι ίσως τώρα να πλήρωνε τη γκάφα που συνέχιζε να κάνει μια ζωή. Αμέσως όμως αναίρεσε· αυτό το ον έμοιαζε περισσότερο με φουκαρά παρά με δολοφόνο.

Πλησίασε κοιτάζοντάς το στα μάτια, που εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα πάνω του. Κι αν δεν ήταν φουκαράς; Το βλέμμα του, καταπράσινο, έδειχνε να μην έχει συναίσθηση της θέσης του –μάλλον να νομίζει ότι ο χώρος, μέσα στον οποίο βρισκόταν, και το γραφείο, στο οποίο καθόταν, ήταν δικά του.

Ρούφηξε το πούρο του και ήπιε μια γουλιά σαμπάνια από το κρυστάλλινο ποτήρι που είχε αφαιρέσει από το πανάκριβο σετ. Ο κ. Aki σταμάτησε ακριβώς μπροστά του, σύνοφρυς, με το δεξί του χέρι κοντά στη μυστική τσέπη όπου φώλιαζε ο πλακωτός υπερασπιστής του.

Ποιος έπρεπε να μιλήσει πρώτος;

«Λοιπόν;» έκανε ο ηλικιωμένος μονάρχης.

Το πλάσμα αναδεύτηκε στην πολυθρόνα και το κεφάλι του λικνίστηκε πάνω στο γαλοπουλίσιο λαιμό του, ενώ τα μάτια του δεν ξεκόλλησαν καθόλου από τα μάτια του αιφνιδιαστή του.

«Ποιο είν’ αυτό το μικρό παιδί που η Παναγιά κρατάει…» απάγγειλε με μιαν απόκοσμη φωνή, σφυριχτή και φάλτσα, ολόιδια με το παρουσιαστικό του.

Ο κ. Aki τράβηξε το πιστόλι του και του το πρότεινε μπροστά στη μούρη. Δεν ήξερε κι ο ίδιος αν είχε πρόθεση να του ρίξει· μέσα του όμως πίστευε ότι αυτό το παράταιρο μέσα στην αρμονία του κόσμου (μέσα στην αρμονία του γραφείου του) ξωτικό έπρεπε να λείψει από το σύμπαν.

Το πλάσμα ακούμπησε στο τασάκι το πούρο και το ποτήρι δίπλα στο μπουκάλι της σαμπάνιας, που το είχε προφανώς φέρει από το αθέατο μπαρ (κρυμμένο πίσω από έναν αυθεντικό Νταλί και αποκαλυπτόμενο μόνο με φωνητική εντολή του εκάστοτε προέδρου και μόνον αυτού), και σταύρωσε τα χέρια, δυσανάλογα μικρά σε σχέση με το σώμα του, ακριβώς μπροστά του. Ο κ. Aki κούνησε το κεφάλι του αποφασιστικά, κατ’ ανάγκην.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε, ενώ ήθελε να πει “τι είσαι;”.

«Είμαι “αυτό το μικρό παιδί που η Παναγιά κρατάει…”» σάρκασε βλάσφημα ο επισκέπτης. «Αν θες περισσότερες πληροφορίες, πρέπει να απομακρύνεις αυτή την ανοησία απ’ το πρόσωπό μου».

Το χέρι του κ. Aki ταλαντεύτηκε, αλλά δεν κατέβασε το πιστόλι.

«Κι αν δεν το κάνω;» ρώτησε αβέβαια.

«Δε μπορείς να με σκοτώσεις, Αντουάν», είπε το πλάσμα με ύφος που έπαλλε ανάμεσα στην οικειότητα και την ειρωνεία· «αλλά κι αν μπορούσες, αυτό θα σου στοίχιζε το έργο σου, το μόχθο σου, τις επιθυμίες σου, την ίδια τη ζωή σου».

Ο άντρας δε μίλησε, περιμένοντας να συνεχίσει. Το πλάσμα σηκώθηκε από την πολυθρόνα και βγήκε από το πλάι του γραφείου κάνοντας το γύρο, ενώ το πιστόλι το ακολουθούσε στραμμένο σταθερά στο πρόσωπό του.

Πήρε το πούρο και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά· τίναξε τη στάχτη στο τασάκι· ο κ. Aki τον κοιτούσε συνοφρυωμένος –τι έπρεπε να κάνει;

«Λυπάμαι που μ’ έπιασες» είπε επιτέλους ο επισκέπτης· «αλλά η αλήθεια είναι ότι ήθελα, κατά βάθος, να σε γνωρίσω, γιατί είσαι πολύ καλός, Αντουάν· ο πιο άξιος απ’ όσους έχουν περάσει απ’ αυτή τη θέση».

«Μίλα!» το διέταξε ο άντρας, οργίλος, απαιτώντας εξηγήσεις.

Το πλάσμα φαινόταν να το διασκεδάζει κι αυτό, φυσικά, τον εξόργιζε περισσότερο.

«Είμαι αυτό που λένε το πνεύμα της εποχής ή αλλιώς επιχειρηματικό δαιμόνιο» του απάντησε· «θα τό ’χεις ακουστά ασφαλώς, γιατί εσύ διαθέτεις ένα από τα καλύτερα· εμένα!»

Προχώρησε με αργά βήματα προς την έξοδο παίρνοντας μαζί του το αναμμένο πούρο. Έστρεψε την πλάτη του στον κ. Aki, αλλά γύρισε το κεφάλι του και συνέχισε να τον κοιτάζει. Το όπλο πάντα το σημάδευε, αλλά τώρα ο ηλικιωμένος άντρας ήξερε ότι δεν επρόκειτο να πυροβολήσει.

«Είμαι η Εταιρία σου» του πέταξε ο ξένος, σα φιλοδώρημα, πριν βγει από την πόρτα· «η ίδια η Εταιρία σου. Αν είσαι καλό παιδί, ίσως με ξαναδείς· και ίσως σε ωφελήσει».

Και έφυγε.

Ο κ. Aki χαμήλωσε το όπλο εξαντλημένος. Είχε ιδρώσει. Με μια κοφτή μονοσύλλαβη εντολή ενεργοποίησε το συναγερμό που ειδοποιούσε τη φρουρά ασφαλείας ότι έπρεπε να σπεύσει.

Αμέσως άκουσε το βόμβο του ασανσέρ. Ακούμπησε στο γραφείο, κρατώντας χαμηλά το πιστόλι, κι έμεινε ακίνητος, με τ’ αφτιά στυλωμένα, περιμένοντας τους άντρες του να κάνουν αυτό που έπρεπε –και που ο ίδιος, ορθά πράττοντας, δεν είχε τολμήσει να κάνει.

Σίγουρα το πλάσμα δεν είχε βγει από το μακρύ διάδρομο ούτε είχε τη δυνατότητα να καταφύγει σε κάποιο άλλο γραφείο. Κοίταξε τον πίνακα του Νταλί που κάλυπτε το πολυτελές βασίλειο των ποτών –ένα μικρό δωμάτιο· δεν την είχε;

Οι άντρες έφτασαν τρέχοντας και παρουσιάστηκαν μπροστά του με τα μικρά τους αυτόματα όπλα έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Κοίταξαν γύρω.

«Όλα εντάξει, Κύριε;» ρώτησε ο επικεφαλής.

Ο κ. Aki κατάλαβε ότι ο φόβος του είχε βγει αληθινός· μειδίασε· το ήξερε από την αρχή ότι αυτό θα γινόταν.

«Δεν είδατε κανέναν έξω;» ρώτησε.

Κανέναν· ούτε κανείς βρέθηκε στα υπόλοιπα γραφεία και τις αίθουσες συνεδριάσεων, τόσο στον όροφο όσο και στον υπόλοιπο ουρανοξύστη, που άρχισε να ερευνάται εξονυχιστικά. Ούτε οι κάμερες ασφαλείας είχαν καταγράψει το παραμικρό· ουδείς είχε εξέλθει του γραφείου του κ. διευθυντού από τη στιγμή που ο ίδιος εισήλθε και μέχρι την εμφάνιση της φρουράς.

 

Μέσα στο γραφείο όμως; Μια προσεχτική παρατήρηση απέδειξε εύκολα ότι οι κάμερες που παρακολουθούσαν το εσωτερικό του γραφείου είχαν σταματήσει να λαμβάνουν ένα ή δύο λεπτά μετά την πρώτη αποχώρηση του κ. Aki· ούτε η επιστροφή του είχε καταγραφεί, αλλά οι άντρες που επαγρυπνούσαν μπροστά στις οθόνες δεν το αντιλήφθηκαν, γιατί δε γνώριζαν τις κινήσεις του.

Φυσικά υπήρχε βλάβη· εντοπίστηκε και αποκαταστάθηκε.

Το βέβαιο ήταν ότι στην τελευταία λήψη, όταν ο κ. Aki αποχώρησε από το γραφείο του ξεχνώντας το παιχνίδι για την εγγονή του, δεν υπήρχε πάνω στο έπιπλο μπουκάλι και ποτήρι της σαμπάνιας και η θήκη με τα πούρα ήταν κλειστή, ενώ, τώρα, ανοιχτή.

«Δε χρειάζεται άλλη απόδειξη για να πιστοποιήσουμε ότι κάποιος μπήκε» αποφάνθηκε ο πρόεδρος. «Καλέστε την αστυνομία –ή, μάλλον, συγκεντρώστε όλη τη φρουρά… όχι, όχι· τα παιδιά είναι στα σπίτια τους, με τις γυναίκες τους, με τα δικά τους παιδιά· είναι Χριστούγεννα· κι ύστερα…»

“Κι ύστερα, δεν ξέρουμε αν πράγματι κάποιος μπήκε” σκέφτηκε με τρόμο. “Ίσως όλα είναι πλάσμα της φαντασίας μου.”

«Καλέστε την αστυνομία. Μιλήστε μόνο με τον αστυνόμο Λεμπόν (αυτός είναι έμπιστος)· να έρθουν και να ερευνήσουν τα πάντα· αποτυπώματα, τα πάντα…»

Διάβασε την απορία στα μάτια του επικεφαλής.

«Νομίζω ότι κάποιος μπήκε» του εξήγησε· «το μπουκάλι, η σαμπάνια… κατάλαβες;»

«Μάλιστα, Κύριε».

Ο ηλικιωμένος άντρας κούνησε το κεφάλι του· οι ώμοι του είχαν κυρτώσει· έμοιαζε σα νά ’χε δεχτεί γροθιά ή νά ’χε γεράσει δέκα χρόνια μέσα σε λίγα λεπτά προπαραμονής Χριστουγέννων.

 *****

Το δέντρο στην Πλατεία των Ευεργετών υψωνόταν με σθένος κόντρα στο κρύο και τις ριπές του χιονιού που κατέβαζε σφυρίζοντας ο άνεμος, παχνίζοντας τα πάντα. Το ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης, σύμβολο των Χριστουγέννων στην ανατολική πλευρά του Ατλαντικού, μα πάλι μικρό μπροστά στους θεόρατους ουρανοξύστες που το περιέβαλλαν φθονεροί γύρω από την τεράστια πλατεία. Έτσι έπρεπε να είναι· το χρήμα (ναοί του οποίου, καθεδρικοί, ήσαν τα γιγάντια κτήρια) στην υψηλότερη θέση· τα Χριστούγεννα στη χαμηλότερη, αλλά την πιο φωτεινή.

Το χιόνι γύρω άστραφτε και χριστουγεννιάτικες μελωδίες γέμιζαν τα πάντα διακριτικά. «Όλα είναι όπως πρέπει εδώ και χρόνια» έλεγε στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του (ντυμένος Άη Βασίλης) ο Πρόεδρος της Γαλλικής Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, «γιατί ο άνθρωπος έχει κατακτήσει την κορυφή». Το Παρίσι γιόρταζε.

Ο Πύργος του Άιφελ, επιχρυσωμένος και υπερυψωμένος σε τσιμεντένια βάση διακοσίων μέτρων, δέσποζε στην άλλη μεριά της πόλης φωταγωγημένος με προβολείς. Ο κ. Aki, στον εξώστη του χώρου ψυχαγωγίας του Κρυστάλλινου Κάστρου (γεμάτου πολυτελή εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ και καζίνο), όρθιος και σιωπηλός, κοιτούσε μια το αρχαίο μνημείο και μια το πανέμορφο δέντρο, το σύγχρονο μνημείο, η δημιουργία του οποίου ήταν επίτευγμα της Εταιρίας του.

Ο Πιέρ, το δεξί του χέρι (ένας φέρελπις τριαντάρης γεμάτος σφρίγος, ιδανικός σύμβουλος κάθε κουρασμένου γέρο αρχηγού), στάθηκε δίπλα του και ατένισε μαζί του το φαντασμαγορικό θέαμα. Το δέντρο, κατάφορτο με πολύχρωμα φώτα και αστραφτερό χιόνι, έσφυζε από ζωή· στα αμέτρητα κλαδιά του, που απλώνονταν προς κάθε κατεύθυνση, κινούνταν φωσφορίζοντα πουλιά με απίστευτες παραλλαγές χρωμάτων, αλλά και ελάφια νάνοι, μαζί με μικροσκοπικά αγριογούρουνα και άλλα χριστουγεννιάτικα ζώα, που κυκλοφορούσαν άνετα στους πλατείς κλώνους τρεφόμενα από το πλούσιο φύλλωμα, που συνδύαζε τη γεύση και τις θρεπτικές ουσίες πολλών φυτών. Ολόκληρες συστάδες από φωλιές κρέμονταν σα στολίδια –ήταν στολίδια– φτιαγμένες από τα ίδια τα δεντροπούλια με τις αλάνθαστες οδηγίες που τους είχε κληροδοτήσει η φύση.

Στα ίδια κλαδιά, ανάμεσα στις γιρλάντες των φώτων και στα φωσφορίζοντα έμβια όντα, είχαν στήσει εδώ και βδομάδες τα νοικοκυριά τους οι άνθρωποι στολίδια.

Ήταν οι Σφαίροι, δεκάδες νάνοι μισού μέτρου, ανθεκτικοί στο ψύχος μα και ντυμένοι με φωσφορίζουσες γούνες στις αποχρώσεις του κόκκινου, του πράσινου, του κίτρινου και του μπλε, που ζούσαν σε μικρές φωλίτσες πάνω στο δέντρο. Ήταν ομαδούλες, σαν οικογένειες, παππούδες, γιαγιάδες, μπαμπάδες, μαμάδες, αγόρια και κορίτσια, που κινούνταν όλη μέρα στα κλαδιά του δέντρου παίζοντας, χορεύοντας και κάνοντας κάθε είδους κόλπα (ακόμα και οι γέροι) και κάθε βράδυ μαζεύονταν γύρω από τις φωτιές τους (σε ειδικές φουφούδες που έλαμπαν μέσα στο χιόνι –και τότε χαμήλωναν τα φώτα γύρω απ’ αυτές και γίνονταν εκείνες φώτα), έψηναν κάστανα και κάθε είδους γλυκά, που τα τρυγούσαν από καλάθια –εκατοντάδες καλάθια πάνω στο δέντρο, σαν πολύτιμοι καρποί– έτρωγαν κι έλεγαν ιστορίες, ενώ συχνά, ή μάλλον συνέχεια, έκαναν πάσα από τις νόστιμες λιχουδιές τους στα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους, που τους θαύμαζαν από το έδαφος ή από τους προστατευμένους εξώστες των γύρω κτηρίων, με τους οποίους συνδέονταν μέσω ενός ολόκληρου δικτύου πολύχρωμων και στολισμένων τελεφερίκ. Μόνο τις ιστορίες τους δεν τις άκουγε το κοινό, γιατί δε γινόταν ειδική μετάδοση αφού τις έλεγαν σε μια παράξενη γλώσσα, πρωτόγονη, και δεν ενδιέφερε τους υπεύθυνους να τις μεταφράσουν.

Οι Σφαίροι έρχονταν, σα λαός ξωτικών, και ανέβαιναν στο δέντρο την παραμονή της πρώτης Δεκεμβρίου, τα μεσάνυχτα· άναβαν τα φώτα, κρεμούσαν τα στολίδια και τα καλάθια που τά ’χαν κουβαλήσει στον ερχομό τους, και τότε άνοιγε μια οπή στον κορμό (που προφανώς ήταν κούφιος) και ξεχύνονταν τα πουλιά και τα ζώα τιτιβίζοντας και μυκάζοντας στα κλαδιά. Έτσι άρχιζε η γιορτή· η τελετή έναρξης μεταδιδόταν σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου (και σε πολλές υπανάπτυκτες, γιατί η τηλεόραση έχει πάει παντού για να διαλαλήσει τι χαρές έχει όποιος συνταχθεί με τον πλούτο, τη σκληρή δουλειά και την κατανάλωση –άσχετα αν σ’ αυτές τις χώρες μόνο η δουλειά και τα όνειρα μπορεί νά ’χουν θέση).

Δεκαπέντε Ιανουαρίου, τα μεσάνυχτα, οι Σφαίροι άρχιζαν να ξεστολίζουν και πουλιά και ζώα να τρυπώνουν πάλι, σα να τα κάλεσαν οι νεράιδες του καινούργιου χρόνου, στον κορμό του δέντρου. Το χάραμα, που ήταν πάντα ψυχρό και γαλήνιο, στεφανωμένο με γαλάζιο φως (ο καιρός ρυθμίζεται αυτόματα τώρα στον κόσμο, γι’ αυτό έχουμε πάντα χιονισμένα Χριστούγεννα και επαρκείς βροχοπτώσεις παρά το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την τήξη των πάγων που εξαφάνισε τις Κάτω Χώρες), το χάραμα λοιπόν το δέντρο ήταν γυμνό και σιωπηλό και οι Σφαίροι ξετύλιγαν τις μακριές σχοινένιες σκάλες τους και κατέβαιναν βουβοί και γελαστοί, ευχαριστημένοι από το παιχνίδι και την καλοπέραση των Χριστουγέννων. Έφευγαν, γυρίζοντας εκεί απ’ όπου είχαν έρθει (κανείς δεν ήξερε πού), και δεν εμφανίζονταν ξανά μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.

 

«Το δέντρο μας δίνει ζωή στα όνειρα όλων των παιδιών που πέρασαν ποτέ από αυτό τον πλανήτη» είπε ο Πιέρ κάνοντας τον αρχηγό του να γυρίσει ξαφνιασμένος.

“Το δέντρο μας”· ήξερε τι έλεγε· γιατί αυτό το δέντρο, ολόκληρο –και το είδος του και η μορφή του και τα φύλλα του και τα πουλιά και τα ζώα και οι νάνοι στολίδια– ήταν επιτεύγματα της Εταιρίας που διεύθυνε με τον αστείρευτο νου και το χάλκινο στομάχι του ο κ. Aki. Ή τουλάχιστον νόμιζε ότι τη διεύθυνε…

«Κάθισε, Πιέρ» είπε απλά ο κ. Aki δείχνοντας το τραπέζι που είχε κρατήσει.

Κάθισαν. Ο σερβιτόρος με την κομψή φορεσιά άνοιξε με προσοχή τη σαμπάνια αφήνοντας ν’ ακουστεί μόνον ο στεναγμός της δούκισσας· απαλός, ερωτικός και ηδύς, προάγγελος της ηδονής που θα χάριζε στη γεύση τους η τερψιλαρύγγιος επαφή με το απαλό της χάδι. Ο κ. Aki ήταν εξαιρετικά εκλεκτικός στη σαμπάνια· όχι μόνο στη μάρκα της, αλλά και στον τρόπο της απόλαυσής της, όπως όφειλε, άλλωστε, ένας ενορχηστρωτής της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων (στελεχών, εργαζομένων και καταναλωτών) και δάσκαλος του ευ ζην από παράδοση αιώνων.

Όμως απόψε όλη αυτή η τελετουργία δε φάνηκε να επηρεάζει το συνήθως χαρούμενο και μαγεμένο από αφοσίωση πρόσωπό του. Ο Πιέρ ήπιε κοιτάζοντάς τον πάνω από το κολονάτο ποτήρι του· κράτησε για λίγο τη σαμπάνια στο στόμα του, την κατάπιε και έσφιξε τα χείλη του ηδυπαθώς. Το αφεντικό του ήπιε απλά μια μεγάλη γουλιά, ανίκανο να ανταποκριθεί στη μυσταγωγία. Αντίθετα, άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι (όχι χωρίς σεβασμό, είναι αλήθεια) και, κοιτάζοντας το συνεργάτη του βλοσυρά, έσκυψε λίγο προς το μέρος του και είπε χαμηλόφωνα:

«Φοβάμαι ότι έχουμε πρόβλημα, αγαπητέ μου φίλε. Δεν ξέρω αν το έχω μόνον εγώ ή ολόκληρη η Εταιρία. Και το χειρότερο είναι ότι δε βρίσκω τα λόγια να σου εξηγήσω τι με φέρνει σ’ αυτή την ανυπόφορη… σύγχυση».

«Με ανησυχείτε, Κύριε» απάντησε ο Πιέρ.

“Σχετίζεται άραγε με την έρευνα που διέταξε προχθές στο γραφείο;” αναρωτήθηκε. “Μήπως πήραν τίποτα από τα αρχεία; Κάποια καταστροφή μάς απειλεί, μάλλον.”

Ο κ. Aki έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα συλλογιζόμενος, όπως και πριν, στον εξώστη, πώς ν’ αρχίσει. Στην πραγματικότητα φοβόταν ένα ενδεχόμενο: τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική, και μάλιστα δικαίως.

Όλα τα άλλα παλεύονται από ένα γέρο, απίστευτα γέρο, λύκο των επιχειρήσεων× το τρελοκομείο όμως θα ήταν ο τελευταίος του σταθμός. “Κι εγώ θέλω ο τελευταίος μου σταθμός να είναι η πολυθρόνα του σαλονιού μου” σκεφτόταν· “δίπλα στο τζάκι, με τα παιδιά, με την εγγονή μου, ίσως κι άλλα εγγόνια, να είναι Χριστούγεννα και να τους προσφέρω, ένα ένα, τα δώρα του καινούργιου χρόνου, εγώ, ο Santa Claus… Δε θέλω το τρελοκομείο, δε θέλω…”

Δάκρυσε ελαφρώς· ο Πιέρ το πρόσεξε αλλά, ως συνετός ακόλουθος, έμπειρος και σοφός (παρά την ηλικία του), δεν το έδειξε· και ο κ. Aki τον ευχαρίστησε από την καρδιά του που δεν το έδειξε. Δεν ήταν καιρός για συγκινήσεις τώρα.

Ο νέος άντρας βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα, για να διώξει την αμηχανία του, και περίμενε, όλο αφτιά. Ο κ. Aki, σύντομα αλλά επιλέγοντας με προσοχή κάθε λέξη, του διηγήθηκε τη συνάντησή του με το παράξενο πλάσμα. Ο έλεγχος για αποτυπώματα δεν είχε αποδώσει, όπως εξάλλου και η έρευνα σε όλους τους χώρους του ουρανοξύστη· τα μόνο αποτυπώματα που βρέθηκαν στο μπουκάλι, το ποτήρι, το μπαρ και τη θήκη με τα πούρα ανήκαν στον κ. Aki.

Ο νεαρός έμεινε κατάπληκτος· κοίταξε τον εργοδότη του εμβρόντητος, προσπαθώντας να καταλάβει αν του έστηνε καμιά παγίδα για να τον δοκιμάσει ή, ακριβέστερα, ελπίζοντας ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε. Ο γηραιός άντρας κούνησε το λευκό κεφάλι του διαλύοντας και τις τελευταίες του ελπίδες: “απελπίσου, Πιέρ· εννοώ αυτό ακριβώς που σου διηγήθηκα”.

«Τι συμπέρασμα βγάζετε, Κύριε;» ρώτησε δειλά.

«Θέλεις να μάθεις την αλήθεια, αγαπητέ μου φίλε;»

«Φυσικά…»

“Το φοβόμουν” σκέφτηκε ο γέρος. Έσκυψε προς το μέρος του:

«Αυτό που είδα ήταν… κάτι εξαιρετικό» είπε χαμηλόφωνα· «ένας Μεφιστοφελής, ένα “πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων” [1]».

«Το οποίο;»

Ο κ. Aki ανόρθωσε το κορμί του και τύλιξε το ποτήρι με τη σαμπάνια στα λεπτά και μακριά του δάχτυλα· τα μάτια του, ξεβαμμένα μπλε, ήταν πάντα καρφωμένα στα μάτια του υπασπιστή του. Ένα βαλς ακουγόταν στο χώρο υποδόρια, προερχόμενο από αθέατες πηγές. Το πείραμα δεν είχε πετύχει· είχε αποπειραθεί να μιλήσει στον Πιέρ αντί να καταφύγει στον ψυχολόγο του· η επιλογή, τελικά, δεν ήταν σώφρων.

«Άσε καλύτερα» του είπε. «Πες μου, Πιέρ, ξέρεις τι είναι ο Μεφιστοφελής και το “πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων”;»

«Όχι, Κύριε» παραδέχτηκε ο Πιέρ.

«Αυτό ακριβώς» σχολίασε ο ηλικιωμένος ευγενής και σήκωσε με λεπτότητα τη σαμπάνια για να τη φέρει επιτέλους στα ωχρά χείλη του.

*****

Οι Σφαίροι άρχισαν να κατεβαίνουν από το δέντρο αμίλητοι και σοβαροί (όχι με τραγούδια και χαρές, όπως πριν ενάμιση μήνα που ανέβαιναν). Κουβαλούσαν σε κούτες και μπόγους τα στολίδια και τις γιρλάντες που είχαν αποκαθηλώσει από το δέντρο και με τα μικρά τους ποδαράκια, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, τραβούσαν για δέκατη πέμπτη χρονιά το δρόμο της ετήσιας ανυπαρξίας. Δηλαδή της αιώνιας ανυπαρξίας, γιατί οι Σφαίροι που θα έρχονταν του χρόνου να μεταφέρουν το πνεύμα των Χριστουγέννων δε θα ήταν οι ίδιοι αλλά μια επόμενη γενιά.

Η μουσική έντυνε πάντα το χώρο, αλλά τώρα είχε μεταβληθεί σε μια μελαγχολική αποχαιρετιστήρια μπαλάντα. Εκατοντάδες άνθρωποι, γονείς και παιδιά και νεαροί γιάππις, που ήταν έφηβοι όταν ήρθαν τα ανθρωπάκια για πρώτη φορά, παρακολουθούσαν την αποχώρησή τους από τους ειδικούς εξώστες των πύργων που περιέβαλλαν την Πλατεία.

Μια μόνο φιγούρα, τυλιγμένη σ’ ένα βαρύ παλτό, στηριγμένη σ’ ένα μαύρο μπαστούνι με σφαιρική λαβή από λευκόχρυσο, παρακολουθούσε από το έδαφος, νιώθοντας το κρύο να κρυσταλλιάζει τα μάτια της και με την καρδιά σφιγμένη από κάτι που ξεπερνούσε τη δεκαπεντάλεπτη μελαγχολία. Ένας άντρας.

Ο άντρας αυτός, καθώς απομακρύνονταν τα ανθρωπάκια, έβγαιναν από την Πλατεία και άρχιζαν τη συνηθισμένη τους διαδρομή μέσα από δρόμους του Παρισιού (όπου θεατές τα αποχαιρετούσαν), για να χαθούν με μαγικό τρόπο στη μικρή Πλατεία των Πελαργών που συγκοινωνούσε με τον πύργο-έδρα της Εταιρίας, δεν τ’ άφησε στιγμή από τα μάτια του· τα πήρε το κατόπι με τα πόδια –ενώ κάποιοι τον ακολουθούσαν διακριτικά για να τον σηκώσουν αν καταρρεύσει– και, αντί να χωθεί στο μικρό άνοιγμα της πλατείας που τα κατάπιε, μπήκε στο κτήριο από μια χαμηλή πόρτα, αθέατη, που τον περίμενε δίπλα.

Εκεί πέρασε από διαδρόμους και μπήκε, ανοίγοντας βιαστικά την πόρτα, σε μια αίθουσα με οθόνες απ’ όπου μπορούσες να παρακολουθήσεις ό,τι γινόταν σε κάποιο άλλο χώρο. Στο χώρο όπου συγκεντρώνονταν οι Σφαίροι για να αφήσουν την τελευταία τους πνοή.

«Καθίστε, κ. Πρόεδρε».

Ο κ. Aki κάθισε στην καρέκλα που του πρόσφεραν έχοντας κολλημένα τα μάτια του στην οθόνη· δίπλα του ένας άντρας και δυο κοπέλες έκαναν τη δουλειά τους, εποπτεύοντας το τέλος (το αληθινό τέλος) της γιορτής, με κάποιο ελαφρό τρακ που τους προξενούσε η παρουσία του αυτοκράτορα ανάμεσά τους.

Ο κ. Aki ψιθύριζε νοερά το θλιμμένο βαλς που άκουγε όλο το απόγευμα. Τα τελευταία βράδια τα είχε περάσει ανάμεσα σε βαλς και βασανιστικές εμμονές, ανάμεσα σε εφιάλτες και αναγνώσματα από τη Βίβλο και τη λογοτεχνία· ελάχιστα είχε κοιμηθεί, ελάχιστα είχε αντιληφθεί τα Χριστούγεννα, ελάχιστα είχε δει την εγγονή του· ελάχιστα είχε αγγίξει τα ζεστά της χεράκια, το απαλό της μάγουλο, τα μεταξένια της μαλλιά –χωρίς να σκεφτεί, να τον κυκλώσει σαν Ερινύα η σκέψη, ότι κάποια απειλή κρεμόταν πάνω από το μικροσκοπικό αγγελικό της κεφαλάκι.

Κάθε φορά που θυμόταν ότι είναι Χριστούγεννα, τα μάτια του στένευαν και έβγαινε μπροστά του ο θίασος με τα τρελά καμώματα των ανθρώπινων στολιδιών, που είχε επινοήσει ο ίδιος και είχε κατασκευάσει η Εταιρία του για να στολίσει το ψηλότερο και αληθινότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης. Και τότε έπινε· ήταν πολύ εκλεκτικός στη σαμπάνια ο κ. Aki· και όμως πολλές απ’ αυτές τις παράξενες νύχτες –αυτές τις απαίσιες νύχτες, δηλαδή τις πιο χριστουγεννιάτικες νύχτες που είχε περάσει από τότε που είχε πατήσει στον κόσμο– άφηνε να κυλήσει στο ακριβό χαλί το ποτήρι από τα κοιμισμένα του δάχτυλα.

«Τι είναι αυτό το παιχνίδι, αγάπη μου;»

«Είναι ο Φρανσουά, παππού!»

«Και τι κάνει ο αγαπημένος μας φίλος Φρανσουά;»

«Δεν είναι αγαπημένος μας φίλος, παππού· είναι ένας μπάτλερ. Τον έχει στην υπηρεσία του ο Κακός Κύριος και, αν δεν του πει μια ωραία χριστουγεννιάτικη ιστορία, του κόβει το κεφάλι και το κρεμάει στο δέντρο του, μαζί με τα άλλα στολίδια».

Ο γέρος γούρλωσε τα μάτια του και στράφηκε στο γαμπρό του:

«Ποιος το πήρε αυτό το παιχνίδι στο παιδί;».

«Εγώ, πατέρα».

«Να το εξαφανίσεις αμέσως! Δεν είναι δυνατόν…» Έβηξε. «Δεν είναι δυνατόν, ένα τέτοιο πράγμα…».

Η κόρη του τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη· ο γαμπρός του χαμήλωσε και πλησίασε το παιχνίδι που είχε φέρει ο Άγιος Βασίλης στην κόρη του.

«Όχι, μπαμπά! Όχι! Ο Φρανσουά! Φρανσουά, μη φεύγεις, εσένα θέλω!…».

Ο νέος άντρας επέστρεψε το παιχνίδι στο μικρό κορίτσι, που το προστάτεψε σφίγγοντάς το στην αγκαλιά του, και γύρισε στον πεθερό του σουφρώνοντας τα χείλη αμήχανα. Ο γέρος όμως είχε κοιμηθεί· η κόρη του απομάκρυνε το ποτήρι με τη σαμπάνια από το μπράτσο της πολυθρόνας πριν συμβεί, για πολλοστή φορά, κανένα μικροατύχημα.

 

«Τι κάνουν;»

Τώρα ο κ. Aki έβλεπε έκπληκτος τους τελευταίους φετινούς Σφαίρους να πεθαίνουν από φυσικό θάνατο σε μικρά κρεβάτια τοποθετημένα στην ειδική αίθουσα που είχε αφιερώσει η Εταιρία στις επιθανάτιες στιγμές τους· ήταν η αίθουσα λήξεως, όπου θα έμπαιναν αργότερα οι υπάλληλοι της Εταιρίας να τους πάρουν για να τους αποτεφρώσουν. Γνώριζε βέβαια ότι ο μικρός ιδιωτικός του λαός, που δεν ήταν άνθρωποι –τουλάχιστον έτσι τους έβλεπε η Εταιρία– αλλά προϊόντα, είχε ζωή μικρότερη από ένα μήνα· οι Σφαίροι που είχαν έρθει την πρώτη Δεκεμβρίου είχαν πεθάνει και αφεθεί μέσα στον κούφιο κορμό του δέντρου, όπου αυτόματο σύστημα τους είχε παραλάβει για αποτέφρωση, ενώ εκείνοι που είχαν γεννηθεί πάνω στα κλαδιά το πρώτο δεκαήμερο των εορτών είχαν παντρευτεί, ενήλικες, γύρω στα Χριστούγεννα και τώρα διένυαν, γηραιότατοι πατριάρχες, τα τελευταία λεπτά της επίγειας ζωής τους. Αυτή η δεύτερη γενιά Σφαίρων ποτέ δεν αποχτούσε παιδιά. Από την ώρα που είχαν κατεβεί από το δέντρο, παίρνοντας μαζί τους τα στολίδια των εορτών, έως τώρα, είχαν γεράσει όσο ένας άνθρωπος θα γερνούσε σε μια εικοσαετία. Όσο όδευε η χρήση τους προς το τέλος επιταχυνόταν η βιολογική τους φθορά, ώστε να λήξουν ακριβώς όταν έπρεπε. Δεν ήταν φόνος· ζούσαν τη ζωή τους μέχρι τέρμα.

Η έκπληξη του δημιουργού τους προερχόταν από ένα συγκεκριμένο γεγονός· ένας Σφαίρος, που έμοιαζε ο πιο ηλικιωμένος απ’ όλους (με σγουρά γένια που χύνονταν ποταμηδόν και κατέβαιναν μέχρι κάτω, κάτασπρα, σκουπίζοντας με τη μυτερή τους άκρη του πάτωμα), έσκυβε πάνω από κάθε δικό του, άντρα ή γυναίκα, που ψυχορραγούσε, ακουμπούσε στο στήθος του τις παλάμες του και ψιθύριζε κάτι στο αφτί του· αυτή η μικρή τελετουργία διαρκούσε μέχρι που ο κατάκοιτος Σφαίρος πέθαινε.

Ο κ. Aki πρώτη φορά ερχόταν να παρακολουθήσει το θάνατο των Σφαίρων· το ξαφνικό ενδιαφέρον του οφειλόταν σε μια σύμπτωση πολλών συμβάντων, που όλα έμοιαζαν να υπομνηματίζουν, σαν ερμηνευτικά σχόλια, τη συνάντησή του με το απαίσιο πλάσμα και την εικόνα του πράσινου μούτρου με το σαρδόνιο γέλιο που είχε στοιχειώσει τη ζωή του εδώ και είκοσι μέρες και νύχτες. Ήταν η παραβολή του πλούσιου και του άρρωστου και φτωχού Λάζαρου, που είχε ανακαλύψει στο Ευαγγέλιο ψάχνοντας για μιαν άλλη παραβολή (που είχε να τη θυμηθεί από τα εφηβικά του χρόνια), την παραβολή του άφρονα πλούσιου· τις είχε διαβάσει και τις δυο καθισμένος δίπλα στο τζάκι, στη μόνιμη θέση του, με το ποτήρι του γεμάτο σαμπάνια στο ξυλόγλυπτο τραπεζάκι, ενώ έξω έβρεχε και φυσούσε σε μια πανδαισία χριστουγεννιάτικων καιρικών συνθηκών. Είχε προσπαθήσει να τις διαβάσει στην εγγονή του, σαν παραμύθια, αλλά η κόρη του είχε αποσπάσει τη μικρή από τη συντροφιά του οδηγώντας την σ’ ένα παιδικό πάρτυ σαφώς πιο κατάλληλο για την ηλικία της από την αφήγηση ευαγγελικών περικοπών εκ μέρους ενός γέρου παππού.

Τι είχε πάθει ο πατέρας της;

Ήταν, ακόμη, η αίσθηση ότι αυτό το πλάσμα, ο προσωπικός του Μεφιστοφελής, το δικό του πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων, πριν φύγει τον είχε επιδοκιμάσει λόγω των αμαρτημάτων που είχε διαπράξει για να… για να πετύχει τί; Προσπαθούσε να προσδιορίσει τι ήταν ακριβώς αυτό που πέτυχε στη ζωή του· έγινε πλούσιος; κατέκτησε τον κόσμο; μνημείωσε το όνομά του εις τους αιώνας; εξασφάλισε μια άνετη ζωή στους απογόνους του; Ναι, αυτό μάλλον, το τελευταίο, ίσχυε· έπρεπε να ισχύει, ήταν μια καλή ερμηνεία. Επίσης, έδωσε δουλειά και προϋποθέσεις για μια άνετη ζωή, αναλόγως, σε χιλιάδες εργαζόμενους και στις δικές τους οικογένειες, εξαπλωμένες σε όλες τις χώρες της Γης όπου είχε παραρτήματα η Εταιρία του. Κι αυτό του άρεσε· να μια δεύτερη ερμηνεία, συμπληρωματική. Ακόμη… Μα δεν αρκούν αυτά; Τι γύρευε λοιπόν το πλάσμα από την ψυχή του;

Ναι, αλλά είχε χρησιμοποιήσει ολόκληρους λαούς τριτοκοσμικών χωρών για να δουλεύουν στις επιχειρήσεις του με μισθούς πείνας –για τις χώρες τους, βέβαια, βασιλικούς· είχε συντελέσει στις περιβαλλοντικές αλλαγές με τις επεμβάσεις της Εταιρίας του στην κυτταρική δομή εκατοντάδων οργανισμών, καλλιεργήσιμων φυτών, εκτρεφόμενων ζώων, με συνέπειες που δεν είχαν ακόμη αποτιμηθεί για το κλίμα, την αντοχή των εδαφών και την υγεία των ανθρώπων. Και, το κυριότερο, είχε δημιουργήσει τους ανθρώπους μιας χρήσης, που τους νοίκιαζε κάθε χρόνο ο Δήμος του Παρισιού για το ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης και που τώρα υποψιαζόταν, με φρίκη είναι αλήθεια, ότι ίσως να ήταν πλήρεις άνθρωποι.

Ήταν, τέλος, η θέα του αγαπημένου του κοριτσιού να κοιμάται ανύποπτο στο ροζ κρεβατάκι του, με την τέλεια μυτούλα να γυαλίζει στο κόκκινο φως από τη λάμπα της υπνοκουκλίτσας· αυτό το εύθραυστο λατρευτό κορμάκι δεν ήταν δυνατόν, δεν ήταν τίμιο, να υπάρχει στον ίδιο κόσμο όπου ζούσαν και πλάσματα σαν τον πράσινο επισκέπτη της νύχτας που είχε κολλήσει η κάμερα του γραφείου του κι εκείνος είχε γυρίσει βιαστικός να πάρει το παιχνίδι που είχε ξεχάσει.

 

Οι Σφαίροι έκαναν κηδεία στους νεκρούς τους.

«Ανοίξτε μου, θέλω να του μιλήσω» διέταξε τον προϊστάμενο της ομάδας ελέγχου της εκκαθάρισης.

Ο άντρας τρομοκρατήθηκε· το ίδιο και οι γυναίκες που κάθονταν μπροστά στις οθόνες.

«Είναι επικίνδυνοι, Κύριε…»

«Αντίθετα, είναι εντελώς ακίνδυνοι. Πότε παρατηρήθηκε έστω και ένα κρούσμα βίας από Σφαίρους; Παίζουν, γελούν και τρέφονται με μελομακάρονα!»

Ο άντρας ήξερε ότι δεν ήταν δουλειά του να συζητάει τις διαταγές του αφεντικού· αδύναμος να κρύψει την ανησυχία του άνοιξε αυτόματα την είσοδο που συνέδεε την αίθουσα ελέγχου με την αίθουσα λήξεως.

Ο κ. Aki, όχι χωρίς δισταγμό, όρθωσε το κορμί του (είχε αφήσει το παλτό του και φορούσε ένα όμορφο γκρίζο κοστούμι, όχι σαν το απαίσιο λαδί που ήταν τυλιγμένο στο… –μια αποθέωση της κακογουστιάς), ακούμπησε στον τοίχο, έριξε πρώτα μια ματιά εκεί όπου επρόκειτο να εισέλθει (Φρανσουά, να είναι καλή η ιστορία σου) και διασκέλισε το κατώφλι.

Μόλις είχε πεθάνει η τελευταία γυναίκα των Σφαίρων. Ο γέρος με τα ατελείωτα γένια την είχε κατευοδώσει και τώρα ορθωνόταν κι εκείνος και, πιάνοντας το θρόισμα των βημάτων του επισκέπτη, στρεφόταν να τον αντικρίσει.

Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Ποιος θα μιλούσε πρώτος;

«Ποιος είστε;» ρώτησε το ανθρωπάκι στα γαλλικά με τραχιά λαρυγγική προφορά.

Ο κ. Aki μετά βίας μπόρεσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τα μάτια του πατριάρχη× μάτια αβραμιαία· μάτια αγίου.

«Είμαι ο δημιουργός σας» απάντησε δονούμενος από ταραχή.

Το ανθρωπάκι δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται.

«Ο καλός ή ο κακός;» ρώτησε.

«Ο καλός, ελπίζω…».

 

Το ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης, βουβό και αστόλιστο, διαφέροντας για τους αμύητους από τα κοινά δέντρα μόνο στο ύψος, έστεκε στο κέντρο της Πλατείας των Ευεργετών· γύρω του περνούσαν εκατοντάδες οχήματα και χιλιάδες πεζοί, σχεδόν τρέχοντας (πιστοί στο ρυθμό της εποχής –στο πνεύμα της εποχής), μυρμήγκιαζαν στους πεζόδρομους, στις παρυφές της Πλατείας.

Ο κ. Aki, συνοδευόμενος από τον Πιέρ και δυο τρεις ακόμη υπαλλήλους της Εταιρίας, έφτασε κάτω από τον τεράστιο κορμό· έστησε μια σκάλα και άρχισε ν’ ανεβαίνει, αφήνοντας τους άλλους να τον κοιτάζουν μ’ ανησυχία· αν γκρεμιζόταν, θα ήταν η τελευταία απερισκεψία της ζωής του.

«Είμαι ο δημιουργός σας» είχε πει αμήχανα στον πατριάρχη των Σφαίρων, το μόνο που επιζούσε ακόμη, ενάντια στους νόμους, από την πρώτη γενιά της φετινής χρονιάς.

«Ο καλός ή ο κακός;» τον ρώτησε το ανθρωπάκι.

«Ο καλός ελπίζω…».

«Ο καλός, βέβαια· αφού δεν είστε πράσινος…».

Ο κ. Aki έμεινε εμβρόντητος σ’ αυτή τη φράση· πράσινος!

«Τι εννοείτε;».

«Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν δύο δημιουργοί· ο ένας είναι δούλος του άλλου…».

Ο κ. Aki έφτασε στα πρώτα κλαδιά του δέντρου, ενώ στη σκέψη του επανερχόταν η στιχομυθία.

«…Ο κυρίαρχος δημιουργός είναι πράσινος· αυτός δημιούργησε όλο τον κόσμο στον οποίο ανήκουμε, αυτό που ονομάζεται Εταιρία. Ο άλλος δημιουργός, δηλαδή εσείς, προφανώς, είναι σχεδόν δημιούργημα του πρώτου. Πάντως όλος ο δικός μας κόσμος είναι δική του έμπνευση…».

Ο κ. Aki πάτησε σταθερά στο γερό κλαδί× ήταν πολύ ευρύχωρο· μπορούσε να κινηθεί άνετα πάνω σ’ αυτό, αν και, λόγω του ύψους του, έπρεπε να κρατιέται από το αμέσως ψηλότερο. Θυμήθηκε ότι είχε δει γάμους Σφαίρων πάνω στα κλαδιά· δεν είχε καν περάσει από τη σκέψη του τότε· ήταν θρησκευτικοί γάμοι.

«…Ο κακός δημιουργός τρέφεται από την κακία των ανθρώπων».

«Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» είχε ρωτήσει το μικρό γέρο.

«Τα διηγούνται τα χρονικά μας, που βρίσκονται γραμμένα πάνω στο ιερό δέντρο· άρχισαν να τα γράφουν οι πρώτοι Γκραν, δηλαδή ο λαός μας, και συνέχισαν από γενιά σε γενιά, από ιερέα σε ιερέα. Εκεί είναι γραμμένα και τα ονόματα όλων των Γκραν που πέρασαν από τον κόσμο, δηλαδή από το ιερό δέντρο, δηλαδή, αν προτιμάτε, από την Εταιρία».

Χρονικά, ονόματα, ιερείς· Γκραν! Ένας ολόκληρος λαός, με γλώσσα, ιστορία, θρησκεία, συνείδηση… Αυτοί είναι οι Σφαίροι, τα ανθρώπινα στολίδια, οι εικοσαήμεροι άνθρωποι, τα προϊόντα της Εταιρίας που νοικιάζονταν με συμβόλαιο διαρκείας από το Δήμο του Παρισιού για να δώσουν εφήμερη χαρά σε μικρούς και μεγάλους και να προσθέσουν χρήματα στις τσέπες των δημιουργών τους (των δημιουργών τους; ο ένας απ’ αυτούς δεν έχει ανάγκη από χρήματα· και αυτός ο ένας, μάλλον, είναι ο κυριότερος). Ο καθένας έχει το όνομά του, και αυτά τα ονόματα είναι καταγεγραμμένα στη φλούδα του δέντρου (του “ιερού δέντρου”), για να μην ξεχαστούν, αλλά να μείνουν στη συνείδηση των απογόνων τους, που κανείς από τους ανθρώπινους διαχειριστές τους ούτε από τους θεατές (τους καταναλωτές που τους έχουν ξεχάσει το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας στη δουλεία της καθημερινότητας, ενώ εκείνοι διαβαίνουν το κατώφλι του θανάτου) δε θα φανταζόταν ποτέ ότι έχουν όνομα και συνείδηση.

«Δεν παραπονιόμαστε. Ξέρουμε ότι υπάρχει και ένας μεγάλος Θεός, που δημιούργησε τα άστρα, τα δέντρα, το ζώο, τον Γκραν, τη ζωή γενικά, και αυτός ο Θεός αγαπάει τ’ αδύναμα πλάσματα, όπως εμείς, κι έγινε… σαν εμάς, για να μας ελευθερώσει. Οι ψηλοί άνθρωποι Τον σκότωσαν, αλλά Εκείνος έζησε ξανά· κι εμείς, πάνω στο δέντρο, όταν εσείς ανάβετε φώτα και κάνετε δώρα και παίζετε μουσική, γιορτάζουμε τη γέννησή Του στον κόσμο. Αυτό το γνωρίζουμε από τους προφήτες μας, που έζησαν τις πρώτες γενιές και ήρθαν σε σχέση με Αυτό το Θεό και κουβέντιασαν μαζί Του. Όσο υπάρχει αυτή η ανάμνηση, υπάρχει ελπίδα».

 

Ανεβαίνοντας από κλαδί σε κλαδί, από όροφο σε όροφο, με τα φυσικά σκαλοπατάκια που κλιμακώνονταν περιστροφικά, ο κ. Aki ανακάλυπτε σπαράγματα από τον πολιτισμό των Σφαίρων· κατασκευές, καλυβίτσες, παιχνίδια, εργαλεία με αιχμηρές ακρίτσες για το χάραγμα του δέντρου, μικρά γλυπτά σε κομμάτια από μαλακό γυαλιστερό ξύλο των κλαδιών· ζωγραφιές που παρίσταναν, σαν ιδωμένα από παραμορφωτικό καθρέφτη ή από μάτια παιδιών, τα γύρω κτήρια, τους περαστικούς, τα μικρά ζώα, την πίστα πάγου που εκτεινόταν δεκάδες μέτρα πιο κάτω· ο κόσμος παρατηρούσε τους Σφαίρους και εκείνοι παρατηρούσαν τον κόσμο, κατανοούσαν και κατέγραφαν.

Βρήκε και τα περίφημα χρονικά· χαραγμένα σύμβολα πάνω στη φλούδα του δέντρου, κυλινδρικά, σε αμέτρητες κάθετες στήλες που συνεχίζονταν για πολλούς ορόφους. Ήταν γράμματα, βέβαια, ίσως ιδεογράμματα, και φαινόταν καθαρά ότι είχαν γραφεί σταδιακά, από πολλούς διαφορετικούς χαράκτες, και μάλιστα διαφαινόταν εξέλιξη στη λεπτότητα και την καλαισθησία της γραφής· ξεκινούσαν από ψηλά, κοντά στην κορυφή, όπου ούτε κατά διάνοιαν δε μπορούσε ν’ ανεβεί ο εξερευνητής, και συνεχίζονταν σχεδόν μέχρι κάτω.

Ο κ. Aki τα κοιτούσε τρομαγμένος· εκεί ήταν καταγεγραμμένη η ιστορία του κόσμου μέσα από τα μάτια του δημιουργημένου λαού. Υπήρχε περίπτωση άραγε να διαβαστούν; Κι αν διαβάζονταν, πώς θα έβλεπαν μετά οι άνθρωποι, οι κανονικοί άνθρωποι, τον εαυτό τους; Αν βέβαια οι “κανονικοί άνθρωποι” έχουν μάτια και μπορούν πια να δουν οτιδήποτε…

 

Ο βραχύβιος γέρος –αλλά μακρόβιος με τα μέτρα του λαού του– έκλεισε τα ματάκια του κι αποκοιμήθηκε εκεί όπου καθόταν, κουλουριασμένος, στο δάπεδο της αίθουσας λήξεως. Πήγε να βρει το Θεό του, που σίγουρα τον περίμενε με τις αγκάλες του ανοιχτές, με την όμοια κάτασπρη γενειάδα του, αφήνοντας εμάς, τους ανθρώπους, με το δικό μας θεό, τον πράσινο, που καπνίζει πούρο και πίνει σαμπάνια και τρέφεται με την κακία μας που αυξάνεται και μας καταπίνει.

Ο κ. Aki τον κοιτούσε αποσβολωμένος να πεθαίνει· ήταν ο τελευταίος των Σφαίρων, τουλάχιστον για τα φετινά Χριστούγεννα. Κατόπιν κάλεσε τον παπά της ενορίας τους και τον παρακάλεσε να παρασταθεί στην καύση του μικροσκοπικού σώματος. Να παρασταθεί! Δεν εξιλεώνεσαι με τερτίπια, καλέ μου Φρανσουά· ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται; [2]

Έπειτα ο κ. Aki περπάτησε μέσα στο παγερό πρωινό της πόλης του Φωτός και επέστρεψε στην Πλατεία των Ευεργετών, όπου κάλεσε τον Πιέρ και άρχισε την εξερεύνηση του ιερού δέντρου.

*****

Ελπίδα για τί; Για να ζήσουν περισσότερο; Για να μην είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης ενός οικονομικού κολοσσού; Για να τους σεβαστούν ως ανθρώπους εκείνοι που υποτίθεται ότι δίνουν χαρά στον κόσμο μεταλαμπαδεύοντας το πνεύμα των Χριστουγέννων; Ούτε ο ίδιος ο πατριάρχης δε θα το ήξερε· πολύ περισσότερο ο κ. Aki.

Κατέβηκε έναν έναν όροφο –έπρεπε να προσέχει, γιατί τα περιμετρικά σκαλοπάτια προορίζονταν για τα ποδαράκια των Σφαίρων– και, μέσω της σκάλας, πάτησε στη γη. Περίμενε λίγα λεπτά να συνέλθει, περικυκλωμένος από τους ανήσυχους υποτακτικούς του, και κατόπιν έδωσε εντολή ν’ ανεβεί ένας εικονολήπτης στο δέντρο και να καταγράψει με κάμερα τα χρονικά· να πάρουν την ταινία και να τη στείλουν στο Πανεπιστήμιο, σε αρχαιολόγους και παλαιογράφους. Τέλος, γύρισε στο γραφείο του.

Εκεί ήταν το άσυλό του, το αληθινό σπίτι του, η φωλιά του –και η φωλιά του πλάσματος, σκέφτηκε με τρόμο. Κοίταξε από το παράθυρο τους ουρανοξύστες και στάθηκε με το βλέμμα στις τράπεζες, όπου είχε συσσωρεύσει αμύθητους θησαυρούς για να εξασφαλίσει τα δικά του γεράματα (δεν το είχε σκεφτεί αυτό ποτέ· σκόπευε να γεράσει;) και μια άνετη ζωή για τα παιδιά του και την εγγονή του. Ανοησίες! Ήθελε, εν αγνοία του, να εξασφαλίσει την τροφή του πράσινου δημιουργού, που “ζούσε από την κακία των ανθρώπων”· αυτή ήταν η αλήθεια.

Άραγε, σκέφτηκε, κάθε Εταιρία έχει το δικό της πράσινο ξωτικό; Το δικό της “επιχειρηματικό δαιμόνιο”; (έτσι είχε αποκαλέσει το πλάσμα τον εαυτό του). Όλες αυτές οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις, οι κολοσσοί, αυτοί που παίζουν στα ζάρια την τύχη ολόκληρων λαών, που καθοδηγούν σαν ποιμένες τους δικούς τους λαούς να καταθέτουν τον οβολό τους στα ταμεία των υπεραγορών, όλοι αυτοί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τρέφουν στα σκοτεινά βάθη των Εταιριών τους, δηλαδή των ψυχών τους, πράσινα πλάσματα που αρέσκονται να κλέβουν σαμπάνια και πούρα, τους αληθινούς κυρίαρχους σ’ έναν κόσμο που δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζουμε;

Έμεινε ώρες στο γραφείο, ακυρώνοντας συσκέψεις, αρνούμενος επαφές, σκεπτόμενος τι έπρεπε να κάνει. Έπειτα, χωρίς να πάρει απόφαση, γύρισε σπίτι του.

 

Τη νύχτα ήρθε πάλι εκεί. Κάθισε στο θρόνο του, έβαλε πάνω στο έπιπλο τη σαμπάνια με δυο ποτήρια –την ίδια μάρκα που είχε προτιμήσει το πνεύμα– άναψε πούρο και περίμενε. Από αθέατα ηχεία ακουγόταν Μπαχ· τον είχε επιλέξει ο ίδιος σε μια ηχογράφηση με την Κρατική Ορχήστρα της Γερμανίας. Το πιστόλι του ήταν γεμάτο, το ακούμπησε πάνω στο Φάουστ (μια χρυσόδετη έκδοση που είχε φέρει μαζί του), αν και ήταν σίγουρος ότι δεν είχε νόημα να το χρησιμοποιήσει ό,τι κι αν γινόταν. Δεν είδε τίποτα.

“Μήπως δεν υπάρχει τίποτα; Πρέπει να δώσω πίστη στα λόγια ενός νάνου, ούτε νάνου, ενός όντος, υποόντος, που εγώ δημιούργησα; Αν είναι όλα παιχνίδια του μυαλού μου;”

Τι έπρεπε να κάνει για να τινάξει από πάνω του τη σκόνη των ενοχών; Να καταργήσει τους Σφαίρους; Να μην υπάρξουν άλλοι, να προσβάλει τους όρους τους συμβολαίου με το Δήμο του Παρισιού, με τη δικαιολογία ότι το αντικείμενο συναλλαγής ήταν ανθρώπινα όντα; Τι ήταν προτιμότερο, ή δικαιότερο; Να πάψουν να υπάρχουν οι Σφαίροι (να εξαφανιστούν δηλαδή) ή να ζουν τη ζωή τους κανονικά, όσο τους επιτρέπει η φύση τους, και να μεταφέρουν το πνεύμα των Χριστουγέννων στους “ψηλούς ανθρώπους”;

Το δίκαιο ήταν να συνεχίσουν να υπάρχουν οι Σφαίροι χωρίς παρέμβαση. Το ήξερε αυτό. Να ξανάρθουν του χρόνου χωρίς διαμόρφωση για τάχιστη γήρανση· να ζήσουν στο δέντρο, όσο ζήσουν, να γεννήσουν τα παιδιά τους κανονικά και αυτά τα παιδιά να διαιωνίσουν το είδος όσο κρατήσει –πάνω στο δέντρο.

Αυτό βέβαια ήταν αδύνατον· θα ανέτρεπε άρδην όλη τη χριστουγεννιάτικη διοργάνωση του Παρισιού, θα κλόνιζε τα Χριστούγεννα στην Ευρώπη· ζωή στο δέντρο όλο το χρόνο τι νόημα είχε; Και μια ανεξέλεγκτη μειονότητα που θα έχτιζε τον πολιτισμό της στο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας; Όμως θα μπορούσε να το κάνει· είχε κάνει κι άλλα ριψοκίνδυνα βήματα στη ζωή του. Αλλά το αποτέλεσμα; Θα πέθαινε το πλάσμα; Αυτό ήταν που τον ενδιέφερε.

Όσο η εγγονή του κοιμόταν ανυποψίαστη και ανυπεράσπιστη, δεν μπορούσε ν’ αφήσει το πράσινο πνεύμα, των δικών της μελλοντικών Χριστουγέννων, να κρύβεται στα έγκατα της Εταιρίας και να καραδοκεί. Η κακία πάντα θα υπάρχει, πάντα θα το τρέφει, κι εμείς θα είμαστε πάντα τα παιχνίδια του σ’ έναν κόσμο που νομίζουμε ότι είναι δικός μας.

Οι υπάλληλοι στο κέντρο ελέγχου τον παρατηρούσαν από τις οθόνες. Ίσως γι’ αυτό δεν εμφανιζόταν το πλάσμα. Έδωσε εντολή να κλείσουν οι κάμερες. Πάλι τίποτα, ώς το ξημέρωμα.

Ξυπνώντας από έναν ημίωρο ύπνο ένιωσε ότι είχε πάρει την απόφασή του. Άνοιξε τον υπολογιστή του και άρχισε να πληκτρολογεί, αλλά τα χέρια του έτρεμαν.

Ετοίμασε την πράξη διάλυσης της Εταιρίας του, απόδοσης στους μετόχους τού κεφαλαίου που τους αναλογούσε, τοποθέτησης του κεφαλαίου που αναλογούσε στους δικούς του σε άλλες Εταιρίες. Και μήπως αυτές δεν έχουν πλάσματα, επιχειρηματικά δαιμόνια, πνεύματα της εποχής; Ίσως ναι, ίσως όχι, μάλλον ναι· όμως τουλάχιστον αυτό, το δικό του, θα πέθαινε μαζί με την Εταιρία, θα ψοφούσε σαν πατημένο φίδι, θα έπαιρνε εκδίκηση, αυτός, ο κ. Aki, για τους τόνους κακίας με τους οποίους το είχε θρέψει τόσες δεκαετίες και ο ίδιος και οι προκάτοχοι του στο θρόνο.

Και η εγγονή του, ήλπιζε, θα κοιμόταν χωρίς να διατρέχει κίνδυνο, ως τρυφερός βλαστός του ίδιου δέντρου, να ξυπνήσει κάποτε με το πλάσμα στους εφιάλτες της ή να το θρέψει μαυρίζοντας την ψυχή της, κάτω από την επήρειά του που είχε δημιουργήσει τα πάντα.

“Ο άλλος δημιουργός, δηλαδή εσείς, είναι σχεδόν δημιούργημα του πρώτου. Πάντως όλος ο δικός μας κόσμος είναι δική του έμπνευση…”

Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και μέσα στο κρανίο του μια φλέβα να φουσκώνει. Αυτό ήταν· θα πέθαινε χωρίς να προλάβει να ενεργοποιήσει την εντολή, που θα κεραυνοβολούσε την παγκόσμια οικονομία· η Εταιρία θα περνούσε στους διαδόχους του× το πλάσμα θα νικούσε!…

Αυτό το πλάσμα του είχε προκαλέσει ταχυκαρδία, του είχε ανεβάσει την πίεση· ήταν φανερό, σκέφτηκε· κάπου κρυμμένο, στα σκοτάδια (ίσως μέσα στο μπαρ, πίσω από τον πίνακα του Νταλί), τον παρακολουθούσε και περίμενε· δεν ήταν πια “καλός”, “ο πιο άξιος απ’ όσους έχουν περάσει από αυτή τη θέση”· ήταν απειλή· και ο δημιουργός έπαιρνε απόφαση· έπρεπε να πεθάνει.

Είναι εύκολο για το δημιουργό να σκοτώσει το δημιούργημά του, ακόμη και από μακριά· ήσυχα και όμορφα…

“Μήπως είμαι τρελός;” σκέφτηκε για πολλοστή φορά· άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του να δώσει εντολή για την αυτόματη πραγματοποίηση του έσχατου διαβήματός του. Η μουσική δυνάμωσε.

*****

Πώς τελειώνει αυτή η ιστορία; Δηλαδή, πώς θέλετε εσείς να την τελειώσω;

Υπάρχουν δύο επιλογές. Πρώτον, ο κ. Aki πεθαίνει από καρδιακή προσβολή πριν προλάβει να διαλύσει την Εταιρία του· δεύτερον, ο κ. Aki προλαβαίνει να διαλύσει την Εταιρία του, και μετά μας είναι αδιάφορο αν ζει ή πεθαίνει. Όλα εξαρτώνται από τη δική σας συμπεριφορά απέναντι στα πράγματα, τη δική σας υποψία (υπάρχει ή δεν υπάρχει το πλάσμα;), το πού γέρνει περισσότερο το ενδιαφέρον σας· στην Εταιρία; στους μετόχους της; στη συνέχιση της ζωής των Σφαίρων (και με ποιους όρους); στον ανυποψίαστο ύπνο της εγγονής του κ. Aki; στο αν θα ζήσει ο ίδιος ο κ. Aki ή θα πεθάνει; Η παραμικρή απόκλιση στη τοποθέτησή σας μπορεί να μεταβάλει το τέλος της ιστορίας, τουλάχιστον εν σχέσει προς εσάς, όχι προς όλους τους αναγνώστες, αν φυσικά υπάρχουν κι άλλοι.

Όσο για μένα, είμαι ήδη μεθυσμένος από τη μουσική· ο κόσμος χορεύει στροβιληδόν γύρω μου («ο χους, ο πηλός, η παλίνστροφος κόνις» [3]) και το τελευταίο που είμαι σε θέση να κάνω είναι να αυτοσχεδιάσω, ερήμην σας, για την τύχη του κ. Aki, της Εταιρίας του, της εγγονής του, των μετόχων του και του πλάσματός του, αν υπάρχει.


Ο μικροσκοπικός μπάτλερ υποκλίθηκε αργά σε τρεις κατευθύνσεις, έκανε μεταβολή και, βηματίζοντας σαν κουρδισμένος, χάθηκε στο βάθος της σκηνής· μια μικρή αυλαία έπεσε κρύβοντάς τον από τα μάτια των όποιων θεατών.

Το τετράχρονο κορίτσι είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μητέρας του, δίπλα στο τζάκι που άναβε σιωπηλά, χωρίς να τρίζει· η μαμά θαύμαζε το ήρεμο προσωπάκι του, τα κλειστά βλέφαρα, τις μακριές βλεφαρίδες, την τέλεια μύτη, που γυάλιζε στην αναλαμπή της φλόγας, τη λεπτή ανάσα, σα να έβλεπε μια μικρογραφία ολόκληρου του σύμπαντος· ο πατέρας του, παραδίπλα, σ’ ένα γραφείο από βαρύ σκούρο ξύλο (έργο τέχνης άλλης εποχής), εργαζόταν πυρετωδώς στο φορητό υπολογιστή του· το χιόνι έπεφτε έξω από το παράθυρο, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία.

Στη γωνία του τζακιού, πάνω στο δέντρο, κρεμόταν μικρό ανάμεσα στα στολίδια το κουκλίστικο κεφάλι του Κακού Κυρίου· ήταν στρογγυλό σα ρόδι και κόκκινο σαν παντζάρι και γεμάτο θυμό, που είχε πάρει απόψε τη θέση του μπάτλερ του σ’ αυτό το παιχνίδι των αισθήσεων και των παραισθήσεων, όπως θα έλεγε κάποιος.

 

Ολοκληρώθηκε 22 Δεκεμβρίου 2002

20.30΄.


[1] Μεφιστοφελής: ο διάβολος που δίνει πίσω τα νιάτα στο Φάουστ, ξεγελώντας τον, με αντάλλαγμα την ψυχή του, στο ομώνυμο έργο (Φάουστ) του Γκαίτε. Το “πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων”: το τελευταίο και πιο σκοτεινό από τα τρία πνεύματα που επισκέπτονται το γέρο Σκρουτζ στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς.

[2] Λουκ. ιβ΄ 20 (από την παραβολή του άφρονα πλούσιου).

[3] Γρηγόριος ο Θεολόγος, Έπη Ηθικά, ιη΄.

Μία από τις αμέτρητες παρεμβάσεις της ΝΙΚΗΣ για την Υγεία

    Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης Rethemnos.gr Η Κρήτη έχει κινητοποιηθεί πολλές φορές για την κατάρρευση του αείμνηστου Εθνικού Συστήματος Υγείας...